- ἐπιεικεύομαι
- V 0-0-0-1-0=1 Ezr 9,8to deal mercifully with [τινι]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επιεικεύομαι — ἐπιεικεύομαι (Α) [επιεικές] είμαι ή γίνομαι επιεικής … Dictionary of Greek
ἐπιεικευομένων — ἐπιεικεύομαι to be pres part mp fem gen pl ἐπιεικεύομαι to be pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικευθῆναι — ἐπιεικεύομαι to be aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικευσάσθω — ἐπιεικεύομαι to be aor imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικευόμενος — ἐπιεικεύομαι to be pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεύεσθαι — ἐπιεικεύομαι to be pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεύεται — ἐπιεικεύομαι to be pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεύσασθαι — ἐπιεικεύομαι to be aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικεύσατο — ἐπιεικεύομαι to be aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)